πλήθυνση

πλήθυνση
η, Ν
το πλήθεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθύνω. Η λ., στον λόγιο τ. πλήθυνσις, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Πρωία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”